- πρόσκρουσμα
- -ούσματος και πρόσκρουμα, -θύματος, τὸ, ΜΑ [προσκρούω]1. αυτό πάνω στο οποίο προσκρούει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα2. κρούση, χτύπημα3. μτφ. α) ηθική σύγκρουση, δυσαρέσκεια («ἡ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἔχθρα καὶ τὰ προσκρούσματα ἐκεῑθεν ἡμῑν συνέβη», Δημοσθ.)β) πρόσκομμα.
Dictionary of Greek. 2013.